- κλωναράκι
- τομικρό κλωνάρι, κλαδάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωναράκι — το υποκορ. του κλωνάρι μικρό κλωνάρι: Έσπασε ένα κλωναράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεντρουλάκι — το 1. μικρό δενδράκι 2. παροιμ. «απ αυτό το δενδρουλάκι είν αυτό το κλωναράκι» τα παιδιά κληρονομούν ιδιότητες τών γονιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. δεντρούλι] … Dictionary of Greek
κλαράκι — το κλαδάκι, κλωναράκι, κλαδίσκος … Dictionary of Greek